- φιλαγωνιστής
- -οῡ, ὁ, Αφιλάγων*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἀγωνιστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλαγωνισταί — φιλαγωνιστής fond of contests masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγωνιστάς — φιλαγωνιστά̱ς , φιλαγωνιστής fond of contests masc acc pl φιλαγωνιστά̱ς , φιλαγωνιστής fond of contests masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγωνιστικός — ή, όν, Α [φιλαγωνιστής] φιλάγων* … Dictionary of Greek